ΜΙΑ (ΑΚΟΜΗ) ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΝΩΛΗ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ !!!
Ξέρετε, φίλοι μου, πολλές φορές μέσα από τη Λογοτεχνία μπορεί κανείς να ανακαλύψει λέξεις τις οποίες όχι μόνο ούτε και στην πιο βαθειά ανασκαφή στο υποσυνείδητο ή στο ασυνείδητό του θα μπορούσε να βρει, αλλά ούτε θα μπορούσε να διανοηθεί το εννοιολογικό βάθος που έχουν.
Να ένα παράδειγμα, λοιπόν:
Συχνά προσπαθούμε να αντικαταστήσουμε το εκχυδαϊσμένο ρήμα ή ουσιαστικό που περιγράφει τη σεξουαλική πράξη ή τη διάθεση προς διενέργεια αυτής (εκχυδαϊσμένο, λέγω, διότι το συνηρημένο και συμπαθέστατο κατά τα άλλα ρήμα «γαμέω-ω» συναντάται και στους ιερούς κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας σε όλους τους χρόνους και εγκλίσεις). Η λόγια καθώς πρέπει λέξη είναι φυσικά ο όρος «συνουσία», λαμπρή σύνθεση των όρων «συν» και «ειμί», δηλαδή «συνευρίσκομαι» εξού και η «συνεύρεση» (τώρα το τι χάσανε και ποιος από τους δύο το βρήκε, άλλο θέμα !!!). Συχνά απαντάται και ο όρος «βατεύω», ο οποίος προσδίδει ένα ζωώδες, ίνα μη είπω Φροϋδικό, κύρος στο λόγο.
Σήμερα, όμως, ως καλοί μαθητές θα μάθουμε μία καινούρια λεξούλα, τον όρο «οχεία» (όχι οχιά). Και θα μου πείτε που τη βρήκα αυτή τη λέξη. Εδώ είναι η προσφορά της Λογοτεχνίας που σας έλεγα. Πριν χρόνια ένα βράδυ διάβαζα το έργο του Μίτια Καραγάτση (φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου) «Η Μεγάλη Χίμαιρα» (ο Καραγάτσης είναι ο συγγραφέας του Γιούγκερμαν, οι μεγαλύτεροι τον θυμούνται ίσως από τη μεταφορά του στην τηλεόραση), ένα έργο βαθιά ηθογραφικό της περιόδου του μεσοπολέμου. Η Μεγάλη Χίμαιρα είναι ένα λεπτομερές ψυχογράφημα.
Ο συγγραφέας καταπιάνεται με ένα γυναικείο χαρακτήρα και τον αναλύει συστηματικά. Μία γαλλίδα, η Μαρίνα, δεινή ελληνίστρια έρχεται στην Ελλάδα ύστερα από μία οικονομική αλλά και προσωπική συμφορά που υφίσταται, κυριολεκτικά μπαίνοντας στο πρώτο πλοίο που βρήκε μπροστά της στη Μασσαλία (νομίζω). Ερωτεύεται τον Έλληνα καπετάνιο και παντρεύεται μαζί του στη Σύρο. Εκεί ζει, κάτω από τον βαρύ, αποδοκιμαστικό ίσκιο της πεθεράς της. Καθώς η Μαρίνα συνδέει την τύχη της με τα βαπόρια του άνδρα της, κάθε ψυχική της αναταραχή έχει περίεργες συνέπειες πάνω στη ζωή τους. Όταν έρχεται η οικονομική καταστροφή που είναι συνδεδεμένη με την ψυχική φθορά της ηρωίδας, τότε όλα μπαίνουν στο φαύλο κύκλο του έρωτα και του θανάτου.
Σε ένα weekend που περνά μαζί του στη Μύκονο (δεν κάνω πλάκα, μαθαίνουμε ότι από τότε η Μύκονος αποτελούσε ταξιδιωτικό προορισμό αναψυχής, ενίοτε, δε και ακολασίας) το ζευγάρι απομονώνεται και ο Καραγάτσης θέλει να περιγράψει την έναρξη της ερωτικής σκηνής και θέτει τη μαγική λέξη, ότι δηλαδή ότι οι ήρωες έχοντας κατακλυστεί από την οχεία του σώματος κάνανε εν συνεχεία ό,τι κάνανε.
Φυσικά, μπήκα αμέσως στον πειρασμό να αναζητήσω τον ορισμό και την ετυμολογία του όρου. Προέρχεται από το ρήμα «οχεύω» που κατά κυριολεξία σημαίνει «βατεύω» και χρησιμοποιείται πιο πολύ για τα ζώα. Δείχνει την άκρατη ερωτική πλησμονή, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ανθρώπινο σώμα με τη διέγερση των ερωτογενών περιοχών. Είναι η ερωτική ορμή που ζητά την ερωτική κάθαρση.
Γι’ αυτό την επόμενη φορά που θα «ανάψετε» (όχι το φώς) μπορείτε εν είδει ερωτικού πρελούδιου (προκαταρκτικού, για τους μη λατινομαθείς) να εξηγήσετε στον/στους ερωτικό/κους σύντροφο/φους σας, ότι εκείνη τη στιγμή τελείτε σε καθεστώς οχείας (θα εκπλαγεί με τη δεινότητα χειρισμού της γλώσσας, άρα και του υπόλοιπου σώματος σας !!!)