ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ,ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ,ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ,ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Μικρή Ιστορία (28). Πώς το ξύλο κόπηκε μια για πάντα.


Μια ιστορία που μου θυμίζει δικές μου περιπέτειες στο Δημοτικό Σχολείο Περιστεράς. Την περίοδο 62-65 που φοιτούσα εκεί, κάθε πρωί, πηγαίναμε όλα τα παιδιά στο σχολείο  κουβαλώντας δυο ξύλα: ένα κούτσουρο για να καεί στη σόμπα και να ζεσταθούμε και μια βέργα για να σπάσει στα χέρια μας και να «συνετιστούμε».
Μια άλλη μέρα για κακή μου τύχη με είδε ο δάσκαλος που εκείνη την ώρα πήγαινε στον κήπο του και με φώναξε να πάω κοντά του. Εγώ πάγωσα από το φόβο μου, ήξερα πως ερχόταν τιμωρία μεγάλη. Πόσα πουλιά έχεις στην τσέπη σου Γιαννιό με ρώτησε. Πέντε του απάντησα εγώ τρέμοντας από το φόβο μου. Αύριο το πρωί στο σχολείο να μου το θυμίσεις πριν από το μάθημα μου είπε και έφυγε.
Την επόμενη ημέρα σκέφτηκα να κάνω τον άρρωστο και να μην πάω στο σχολείο μα φοβήθηκα μη γίνουν τα πράγματα χειρότερα και έτσι αποφάσισα να πάω αλλά να κάνω πως ξέχασα, ίσως να μη το θυμηθεί είπα.

Λίγο όμως προτού τελειώσει το τελευταίο μάθημα φαίνεται πως το θυμήθηκε και πετάχτηκε σαν ελατήριο από τη θέση του. Για έλα εδώ Γιαννιό, τι σου είπα χθες; Το ξέχασα κύριε είπα και η καρδιά μου πήγε να σπάσει από το φόβο μου. Πόσα πουλιά μου είπες ότι σκότωσες, με ξαναρώτησε αγριεμένος. Πέντε κύριε του απάντησα. Πέντε λοιπόν βεργιές στα χέρια κι’ άλλες πέντε γιατί το ξέχασες.
Το μεσημέρι στο φαγητό πως να κρατήσω το πιρούνι με τα πρησμένα χέρια μου. Μα και οι γονείς μου συνήγοροι του δασκάλου, καλά σου έκανε είπαν, ξύλο κι’ αυτοί, μα και για ψήλου πήδημα τράβηγμα των αυτιών μέχρι να ματώσουν.
Μια φορά θυμάμαι ο δάσκαλος χτύπησε με τη βέργα τα χέρια της κόρης του, που κι’ αυτή ήταν στην έκτη τάξη γιατί δεν ήξερε καλά κάποιο μάθημα. Ύστερα όμως από λίγο εκείνη λιποθύμησε και έπεσε από το θρανίο. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Την πήρε στα χέρια του και άρχισε να τρέχει για τον γιατρό. Πιστέψαμε τότε πως ίσως να σταματούσε το κακό, μα αυτός το βιολί του, με το παραμικρό ξύλο.
Κάποια άλλη φορά είπε σε κάποιο παιδί να του φέρει μια βέργα από το κτήμα του που ήταν σε κάποια ρεματιά. Έκοψε λοιπόν εκείνο μια βέργα από κάποιο δέντρο, την καθάρισε καλά από τον φλοιό της και το πρωί την έφερε στο δάσκαλο. Πες μου τώρα και το μάθημα του είπε. Μα για κακή του τύχη έκανε κάποιο λάθος και η βέργα που πριν είχε δώσει στο δάσκαλο εγκαινιάστηκε στα χέρια του.
Το ποτήρι όμως ξεχείλισε ένοιωθα μέσα μου κάτι σαν μίσος για τον δάσκαλο, με δέκα χτυπήματα συνεχόμενα ποτέ κανένα παιδί δεν τιμωρήθηκε. Έπρεπε κατά τη γνώμη μου να τον εκδικηθώ, πως όμως; Και η ιδέα στο παιδικό μου μυαλό δεν άργησε να έρθει, ένα σχέδιο που έβαλα σε εφαρμογή αμέσως.
Μόλις βράδιασε, πήρα κρυφά ένα πριόνι και το φακό μου, και πήγα στο σχολείο. Το κλειδί της πόρτας ήταν πάντα κρεμασμένο μ’ ένα κορδόνι σ’ ένα καρφί δίπλα στην είσοδο. Αφού κοίταξα τριγύρω και βεβαιώθηκα πως δεν με είδε κανένας, ξεκλείδωσα την πόρτα και μπήκα μέσα. Το σχέδιο μου ήταν να πριονίσω την καρέκλα του δασκάλου που βρισκόταν πάνω στην έδρα. Για να μη φανούν όμως ίχνη από το πριόνισμα, πήρα την καρέκλα και βγήκα έξω στην αυλή του σχολείου. Εκεί σε μια γωνιά άρχισα να κάνω τομές στα πόδια της καρέκλας. Αφού τελείωσα και καθάρισα τα ίχνη που άφησα, την έβαλα στη θέση της, κλείδωσα την πόρτα και έφυγα γρήγορα για το σπίτι μου, φροντίζοντας να μη βγω έξω, μα να διαβάσω και καλά τα μαθήματα μου.
Την άλλη μέρα από τους πρώτους έφτασα στο σχολείο περιμένοντας το δάσκαλο. Στην ώρα του λοιπόν ανέβηκε στην έδρα, πήρε στα χέρια του τη βέργα, τη χτύπησε δυνατά πάνω στο γραφείο όπως έκανε πάντα και κάθισε στην ετοιμόρροπη καρέκλα. Που να αντέξει όμως το βάρος του ύστερα από την εγχείρηση που έκανε το πριόνι μου, τα πόδια της διαλύθηκαν κι’ εκείνος βρέθηκε κάτω από την έδρα κρατώντας τη μέση του. Όλα τα παιδιά γελούσαν ασταμάτητα. Αυτό όμως κράτησε λίγο γιατί μόλις φάνηκε πως η καρέκλα ήταν παγιδευμένη ποιος είδε το δάσκαλο και δε φοβήθηκε, μέχρι και την αστυνομία ειδοποίησε. Έναν έναν μας περνούσε από ιερή εξέταση. Για κάποια στιγμή φοβήθηκα, μα πάλι αφού δεν με είδε κανένας δεν θα μπορούσε να με κατηγορήσει ο δάσκαλος αν και ήμουνα μέσα στους δυο τρεις υποψήφιους δράστες κατά τη γνώμη του δασκάλου, που στην προκειμένη περίπτωση δεν έπεφτε και έξω.
Όλη η μέρα πέρασε με το δάσκαλο και ένα χωροφύλακα να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι για να βρουν τον ένοχο. Στο σπίτι μου η μητέρα μου διαβεβαίωσε το δάσκαλο πως ήμουν στο σπίτι διαβάζοντας όλο το προηγούμενο βράδυ.
Τελικά όσο κι’ αν έψαξε δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο δράστης που τον έριξε από την καρέκλα και να χτυπήσει αρκετά όπως φαινόταν από το περπάτημα του. Το κακό όμως ήταν πως τα χτυπήματα στα χέρια με τη βέργα από τέσσερα έγιναν έξι και μάλιστα μας χτυπούσε με όλη του τη δύναμη. Αυτό το είχα βάρος στη συνείδηση μου γι’ αυτό και αποφάσισα δεύτερο χτύπημα, πιο δυνατό από το πρώτο.

Τον σκορπιό σκέφτηκα. Στο χωριό μου, όποια πέτρα κι’ αν σήκωνες, θα έβρισκες και κάποιον από κάτω με το φαρμακερό του κεντρί στο τέλος της ουράς σηκωμένο πάντα προς τα πάνω. Βρήκα λοιπόν έναν αρκετά μεγάλο και τον έβαλα σπρώχνοντας τον μ’ ένα ξύλο σ’ ένα άδειο πακέτο από τσιγάρα. Σκέφτηκα λοιπόν σε κάποιο διάλειμμα που ο δάσκαλος έβγαινε έξω να τον ελευθερώσω πάνω στο γραφείο του. Τον έκρυψα λοιπόν στην αυλή του σπιτιού μου και την επόμενη ημέρα ξεκινώντας για το σχολείο τον πήρα μαζί μου.
Ο δάσκαλος κάθε φορά την ώρα του διαλείμματος, άνοιγε το πακέτο με τα τσιγάρα που ήταν πάντα πάνω στο γραφείο, έπαιρνε ένα και το κάπνιζε έξω στην αυλή. Ήρθε λοιπόν το τελευταίο διάλειμμα και έβαλα σε εφαρμογή το σχέδιό μου. Κοίταξα γύρω μου όλα, τα παιδιά έπαιζαν στην αυλή, κανένα μέσα στην τάξη. Πήγα τότε στο γραφείο του, μα σαν είδα το πακέτο με τα τσιγάρα του, άλλαξα σχέδιο. Θαρρώ πως είναι καλύτερα να βάλω τον σκορπιό μέσα στο δικό του πακέτο είπα κ’ άρχισα να σπρώχνω μ’ ένα μολύβι το σκορπιό αναγκάζοντας τον να μετακομίσει από το δικό μου πακέτο στο μισογεμάτο του δασκάλου.
Πέρασε το διάλειμμα κι’ άρχισε το μάθημα της τελευταίας ώρας, μα εγώ που μυαλό, τα μάτια μου ήταν καρφωμένα πάνω στο πακέτο με τα τσιγάρα του δασκάλου.
Ήρθε λοιπόν η ώρα και σχολάσαμε, όλα τα παιδιά έτρεχαν να βγούνε έξω μα εγώ καθόμουν στη θέσει μου, δεν ξέρω τι έπαθα, σκεφτόμουν πως ίσως και να πέθαινε ο δάσκαλος από το δηλητήριο του σκορπιού πράγμα που δεν το ήθελα. Ενώ λοιπόν σηκωνόταν από την καρέκλα του και ήταν έτοιμος να πιάσει το πακέτο, έτρεξα προς το μέρος του και με όλη τη δύναμη της φωνής μου του φώναξα. Μη κύριε μην ανοίξεις το πακέτο μέσα έχω βάλει ένα σκορπιό μα μετάνιωσα, δε θέλω να πάθετε κάποιο κακό. Τότε πρόσεξε πως ήμουν ακόμα μέσα στην τάξη. Με κοίταξε λοιπόν καλά καλά στα μάτια λες και μ’ έβλεπε για πρώτη φορά. Χωρίς να πει λέξη, άνοιξε το πακέτο με προσοχή. Ο τεράστιος σκορπιός άρχισε να κινείται με σηκωμένη την ουρά του. Εγώ τότε άπλωσα τα χέρια μου και του είπα. Αυτή τη φορά κύριε μου αξίζει η τιμωρία και για όσα χτυπήματα θέλετε να μου δώσετε. Πήρε λοιπόν τη βέργα στα χέρια του, μα την άφησε πάλι κάτω. Πέσμου Γιαννιό με ρώτησε, αφού με μισείς όπως φαίνεται, γιατί με προειδοποίησες τώρα;

Μα σας είπα κύριε, δεν θέλω να πάθετε κακό, λάθος έκανα το μετάνιωσα και σας ζητώ συγνώμη. Όμως κύριε θέλω να σας ρωτήσω, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μάθουμε γράμματα, παρά μονάχα με το ξύλο; Και μάλιστα με τόση δύναμη που να ματώνει κι’ η ψυχή μας; Αυτός όμως δεν μου απάντησε, πήρε τη βέργα στα χέρια του κι’ άρχισε να την περιεργάζεται λες και την έβλεπε πρώτη φορά. Ποιος ξέρει είπα μέσα μου πόσα χτυπήματα θα μου καταφέρει. Εκείνος όμως την έβαλε πάνω στα απλωμένα χέρια μου και μου είπε να τη σπάσω. Εγώ τα έχασα, σπάστην λοιπόν μου είπε πάλι ενώ προσπαθούσε να βρει τον σκορπιό και να τον σκοτώσει, που εν τω μεταξύ είχε πέσει στο δάπεδο. Την έβαλα λοιπόν στη γωνία της έδρας και με το πόδι μου την έσπασα. Φύγε τώρα να πας στο σπίτι και να διαβάσεις καλά τα μαθήματα σου μου είπε, ενώ συνέχιζε να ψάχνει το σκορπιό.
Έφυγα λοιπόν από το σχολείο μα περίμενα λίγο πιο μακριά για να δω τι θα κάνει ο δάσκαλος.
Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι που φάνηκε στο δρόμο, να βαδίζει αργά για το σπίτι του, ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν άραγε. Ένα όμως ήταν σίγουρο, το ξύλο κόπηκε μια για πάντα.

Πηγή: Χαμομηλάκι και Γιάννης Χαρκιολάκης

 

http://kuiperx000.blogspot.gr/2009/02/blog-post_6916.html

Κλασσικό
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ,ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ,ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Μικρή Ιστορία (27). Σώπα, δάσκαλε, …


Στην Τρίτη τάξη είχαμε δάσκαλο τον Περίανδρο Κρασάκη. Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα. Κάθε μέρα επιθεωρούσε τα χέρια μας, τα’ αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα νύχια. Δεν έδερνε, δεν παρακαλούσε, μα έλεγε:

Ζώα, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας ανθρώποι. Τι θα πει μαθές άνθρωπος; Αυτός που πλένεται με σαπούνι. Τα μυαλό δε φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πώς θα παρουσιαστείτε στο Θεό με τέτοια χέρια; Πηγαίνετε έξω στην αυλή να πλυθείτε.

Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη. Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο. Γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά πηγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο.

Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:

Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Κλασσικό
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ,ΚΕΙΜΕΝΑ,ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ,ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ,ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Μικρή Ιστορία (26). Να η Νέα Παιδαγωγική!


Πρώτη δημοσίευση 1-11-2007

Νίκου Καζαντζάκη (1883-1957)

(από την επικαιρότητα: το σημερινό μάθημα της κόρης μου στην πρώτη Γυμνασίου)

Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ’ ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης.

«Δε θωράς, μωρέ, τα πόδια του» λέγαμε ο ένας στον άλλον σιγά, να μη μας ακούσει, «δε θωράς μωρέ, πως τυλιγαδίζουν* τα πόδια του; και πως βήχει; δεν είναι Κρητικός«.

Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θα ‘ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική, μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος, η Παιδαγωγική έλειπε, θα ‘ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ’ ένα χαρτί γεμάτο κουκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα, αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα· και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά να του φιλούμε το χέρι.

«Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!» είπε και μας έδειξε το βούρδουλα.

«Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!«.

Κι αλήθεια είδαμε, όταν κάναμε καμιά αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα παντελονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα· κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ’ αφτιά, ωσότου έβγαινε αίμα. Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:

Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;

Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.

Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου. Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.

Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει. Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.

Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός!

Ήταν όμως και πονηρούτσικος ο σύζυγος της Νέας Παιδαγωγικής. Μια μέρα μας λέει:

«Αύριο θα σας μιλήσω για το Χριστόφορο Κολόμβο, πώς ανακάλυψε την Αμερική. Μα για να καταλάβετε καλύτερα, να κρατάει καθένας σας κι από ένα αυγό, όποιος δεν έχει αυγό, ας φέρει βούτυρο!«.

Είχε και μιαν κόρη της παντριγιάς, την έλεγαν Τερψιχόρη· κοντή, μα πολύ νόστιμη, πολλοί τη ζητούσαν, μα δεν ήθελε να την παντρέψει.

«Τέτοιες ατιμίες» έλεγε «δε θέλω εγώ στο σπίτι μου«.

Κι όταν το Γενάρη οι γάτες έβγαιναν στα κεραμίδια και νιαούριζαν, έπαιρνε μια σκάλα, ανέβαινε στη στέγη και τις κυνηγούσε.

«Ανάθεμα τη φύση» μουρμούριζε «ανάθεμα τη· δεν έχει ηθική!«.

Τη Μεγάλη Παρασκευή μας πήγε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε το Σταυρωμένο. Μας γύρισε ύστερα στο σκολειό να μας εξηγήσει τι είδαμε, ποιον προσκυνήσαμε και τι θα πει Σταύρωση. Αραδιαστήκαμε στα θρανία, κουρασμένοι, βαριεστημένοι, γιατί δε φάγαμε σήμερα παρά ξινό λεμόνι και δεν ήπιαμε παρά ξίδι, για να δοκιμάσουμε κι εμείς τον πόνο του Χριστού. Άρχισε λοιπόν ο άντρας της Νέας Παιδαγωγικής, με βαριά επίσημη φωνή, να μας ξηγάει πως ο Θεός κατέβηκε στη γη και γίνηκε Χριστός, κι έπαθε και σταυρώθηκε για να μας σώσει από την αμαρτία. Ποιαν αμαρτία; καλά – καλά δεν καταλάβαμε· μα καταλάβαμε καλά πως είχε δώδεκα μαθητές κι ένας τον πρόδωκε, ο Ιούδας.

Κι ήταν ο Ιούδας, σαν ποιον; σαν ποιον; Σηκώθηκε από την έδρα ο δάσκαλος κι άρχισε να προχωράει αργά, απειλητικά, από θρανίο σε θρανίο και μας κοιτούσε, ένα ένα.

Κι ήταν ο Ιούδας σαν τον… σαν τον…

Είχε απλώσει το δείχτη του χεριού του και τον μετακινούσε από τον ένα μας στον άλλο, ζητώντας να βρει με ποιον έμοιαζε ο Ιούδας. Κι εμείς ζαρώναμε και τρέμαμε μην μπας και σταθεί το δάχτυλο το φοβερό απάνω μας. Κι άξαφνα ο δάσκαλος έσυρε φωνή και το δάχτυλο του στάθηκε σ’ ένα χλωμό φτωχοντυμένο παιδάκι με όμορφα ρουσόξανθα μαλλιά. Ήταν το Νικολιό που ‘χε φωνάξει πέρυσι στην Τρίτη Τάξη: «Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί«.

Να, σαν το Νικολιό! φώναξε ο δάσκαλος. Απαράλλαχτος. Έτσι χλωμός, έτσι ντυμένος, κι αυτός, κι είχε κόκκινα μαλλιά, κόκκινα κόκκινα, σαν τις φλόγες της Κόλασης!

Να το ακούσει το κακόμοιρο το Νικολιό, ξέσπασε σε θρήνο, κι εμείς όλοι, που είχαμε γλιτώσει από τον κίνδυνο, τον αγριοματιάζαμε με μίσος και συμφωνήσαμε κρυφά από θρανίο σε θρανίο, άμα βγούμε έξω να τον σπάσουμε στο ξύλο που πρόδωκε το Χριστό. Ευχαριστημένος ο δάσκαλος που έτσι μας έδειξε χειροπιαστά, καθώς το ορίζει η Νέα Παιδαγωγική, πώς ήταν ο Ιούδας, μας σκόλασε, κι εμείς βάλαμε στη μέση το Νικολιό, κι ως βγήκαμε στο δρόμο αρχίσαμε να τον φτύνουμε και να τον δέρνουμε, πήρε αυτός δρόμο κλαίγοντας, μα εμείς τον κυνηγήσαμε με τις πέτρες, τον προγκούσαμε «Ιούδα! Ιούδα!» ωσότου έφτασε σπίτι του και τον τρύπωξε μέσα.

Το Νικολιό δεν ξαναφάνηκε στην τάξη, δεν ξαναπάτησε στο σκολειό.

Ύστερα από τριάντα χρόνια που είχα γυρίσει από τη Φραγκιά στο πατρικό σπίτι κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ένας χλωμός, αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά, με κόκκινα γένια· έφερνε σ’ ένα χρωματιστό μαντίλι τα καινούργια παπούτσια που ‘χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας για την Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος στο κατώφλι, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.

Δε με γνωρίζεις; έκαμε, δε με θυμάσαι; Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα.

Το Νικολιό! φώναξα και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου.

Ο Ιούδας… έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία.

………………………………………………………………………………….

* Τυλιγαδίζουν: μοιάζουν με ξύλινο, διχαλωτό ραβδί, στραβώνουν.

Κλασσικό