ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ,ΣΥΝΕΔΡΙΑ-ΗΜΕΡΙΔΕΣ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΧΩΣ ΒΙΑ ΓΙΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΔΙΧΩΣ ΒΙΑ


ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ (ΚΕΔΕ)

ΜΕ ΤΙΤΛΟ:

«ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΔΙΧΩΣ ΒΙΑ ΓΙΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΔΙΧΩΣ ΒΙΑ»

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2011 – ΜΑΪΟΣ 2012

ΑΙΤΗΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ

Κλασσικό
ΑΣΠΑΙΤΕ,ΠΕΣΥΠ,Συναίσθημα,Συναισθηματικός αλφαβητισμός,ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ,ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Μάθημα ΕΨ04: Συναισθηματική Νοημοσύνη – τα Θεμελιώδη Συναισθήματα


Πρώτη δημοσίευση 5-4-2011

Συναισθηματική Νοημοσύνη

Τα συναισθήματα και η γλώσσα τους

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά την 25η Νοεμβρίου 2009

Robert Plutchik

ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Διαπιστώθηκε, μετά από μια σειρά πειραμάτων, ότι παντού οι άνθρωποι αναγνώριζαν στις εκφράσεις του προσώπου τα ίδια βασικά συναισθήματα. Αυτή η παγκοσμιότητα των εκφράσεων του προσώπου παρατηρήθηκε, πιθανότατα, αρχικά από τον Άγγλο φυσιοδίφη, γεωλόγο και βιολόγο Charles Robert Darwin (1809-1882), απλά Darwin, ο οποίος τη θεώρησε ως απόδειξη ότι οι δυνάμεις της εξέλιξης είχαν χαράξει αυτά τα σημάδια στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα. Οι ερευνητές εξακολουθούν να διαφωνούν ως προς το ποια ακριβώς συναισθήματα μπορούν να θεωρηθούν ως πρωταρχικά ή βασικά.

Αναζητώντας κάποιες βασικές αρχές, πολλοί ερευνητές  υποστηρίζουν ότι τα συναισθήματα μπορούν να ταξινομηθούν ανά οικογένειες (θυμός, θλίψη, φόβος, απόλαυση, αγάπη, ντροπή …), οι οποίες θεωρούνται υποδείγματα των άπειρων αποχρώσεων της συναισθηματικής μας ζωής. Κάθε μια από τις οικογένειες έχει ένα βασικό συναισθηματικό πυρήνα απ’ όπου προέρχονται τα συγγενικά της συναισθήματα στις ποικίλες παραλλαγές τους και εμφανίζουν πολικότητα.

Στις εξωτερικές πτυχές υπάρχουν οι διαθέσεις, οι οποίες είναι πολύ πιο μεταλλαγμένες και πολύ πιο διαρκείς από το συναίσθημα (ενώ είναι σχετικά σπάνιο να βρίσκεται κανείς, για παράδειγμα, στο απόγειο του θυμού όλη μέρα, δεν είναι τόσο σπάνιο να είναι για μεγάλο διάστημα κακόκεφος και ευερέθιστος, κατάσταση κατά την οποία εύκολα προκαλούνται σύντομες εκρήξεις θυμού).

Πέρα από τις διαθέσεις υπάρχει η ψυχοσύνθεση, η έμφυτη ροπή προς μια συγκεκριμένη διάθεση που κάνει τους ανθρώπους μελαγχολικούς, ντροπαλούς ή πρόσχαρους.

Και ακόμα, πέρα από αυτές τις συναισθηματικές προδιαθέσεις, υπάρχουν οι αναμφισβήτητες διαταραχές του συναισθήματος, με τις ανάλογες κλινικές τους εκδηλώσεις, όπως η κατάθλιψη και το παθολογικό άγχος, στις οποίες ο άνθρωπος νιώθει μόνιμα παγιδευμένος σε μια τοξική κατάσταση.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συναισθημάτων

Τα συναισθήματα χαρακτηρίζονται από ένταση και διάρκεια.

Η ένταση του συναισθήματος προσδιορίζει τον βαθμό (έντονο, λιγότερο έντονο ή καθόλου) με τον οποίο το άτομο βιώνει κάποιο ερέθισμα. Η ένταση και η μορφή με την οποία εκδηλώνονται τα συναισθήματα επηρεάζονται από τις συνθήκες του κοινωνικού, αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος.

Η υποβάθμιση του φυσικού μας περιβάλλοντος έχει άμεση σχέση με την εκδήλωση ορισμένων συναισθημάτων και, στη συνέχεια, έχει επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική μας υγεία. Έρευνες που έχουν γίνει, έχουν αποδείξει το πόσο, όχι μόνο η καθημερινή πίεση αλλά ακόμη και ο θόρυβος των αυτοκινήτων ή το «νέφος» επηρεάζουν την ψυχική και πνευματική υγεία του ανθρώπου.

Το κοινωνικό περιβάλλον επηρεάζει βαθύτατα την ένταση και τη μορφή με την οποία εκδηλώνονται τα συναισθήματα. Ας μη ξεχνάμε το πως η συναισθηματική συμπεριφορά των ανθρώπων αλλάζει σε περίοδο πολέμου ή ακόμη, πολύ απλά, το πώς αλλάζει στην παρακολούθηση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα.

Η διάρκεια του συναισθήματος είναι επίσης ένας παράγοντας που το χαρακτηρίζει. Είμαστε χαρούμενοι ή λυπημένοι, ανάλογα με το ερέθισμα που μας έχει προξενήσει τη χαρά ή τη λύπη, για περισσότερο ή λιγότερο διάστημα. Πολλές φορές όμως, παρόλο που η διάρκεια ενός ευχάριστου π.χ. ερεθίσματος μας προκαλεί θετικό συναίσθημα, όταν υπερβεί κάποιο χρονικό όριο, τότε μετατρέπεται σε αρνητικό συναίσθημα (π.χ. πλήξη, αποστροφή). Τα μικρά παιδιά ενώ παίζουν ευχαριστημένα στο τέλος κλαίνε από κόπωση: το ίδιο τους το παιχνίδι μετά από λίγο τους έχει προξενήσει αποστροφή. Τα συναισθήματα, όμως, αυτά, θετικά ή αρνητικά, σύντομα ή όχι, εναλλάσσονται στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου. Το ίδιο ερέθισμα ανάλογα με το χρόνο, τον τρόπο και την ένταση με την οποία γίνεται δεκτό από τον οργανισμό επιφέρει και την ανάλογη ευχαρίστηση, δυσαρέσκεια, οργή ή φόβο.

Αμφιθυμία: χαρακτηρίζεται, έτσι, η ταυτόχρονη εκδήλωση διαμετρικά αντίθετων συναισθημάτων για το ίδιο γεγονός ερέθισμα, χωρίς εξ ορισμού να είναι πάντα παθολογική κατάσταση. Ως σημείο μιας σχιζοφρένειας όμως, η αμφιθυμία συναρθρώνεται εντός του πλέγματος της ψυχωτικής δομής και εκδηλώνει τότε την ανεπίλυτη ταυτόχρονη διακίνηση, μέσα στο ίδιο το συναίσθημα, της αγάπης και του μίσους, της θελκτικότητας και της επιθετικότητας.

1   ΑΠΌΛΑΥΣΗ* Ευτυχία, χαρά, ευχαρίστηση, ανακούφιση, ευφορία, ικανοποίηση, ευεξία, κέφι, ευαρέσκεια, ενθουσιασμός, ηδονή, έκσταση, έως μανία
2   ΑΓΆΠΗ Αποδοχή, φιλικότητα, εμπιστοσύνη, τρυφερότητα, ευγένεια, ταίριασμα, αφοσίωση, λατρεία, ξεμυάλισμα, έρωτας
3   ΑΠΟΣΤΡΟΦΉ Περιφρόνηση, δυσφορία, σιχασιά, απέχθεια, φρίκη, βδελυγμία, αηδία
4   ΈΚΠΛΗΞΗ Σοκ, κατάπληξη θαυμασμός, απορία
5   ΘΛΊΨΗ Λύπη, πίκρα, στενοχώρια, ακεφιά, μελαγχολία, αυτολύπηση, μοναξιά, απελπισία, οδύνη, έως και σοβαρή κατάθλιψη
6   ΘΥΜΟΣ Λύσσα, οργή, πικρία, αγανάκτηση, απόγνωση, εκνευρισμός, εχθρότητα, μίσος, βία
7   ΝΤΡΟΠΉ Ενοχή, αμηχανία, απογοήτευση, τύψεις, ταπείνωση, εξευτελισμός, συστολή, μετάνοια, εντροπή
8   ΦΟΒΟΣ Άγχος, αναστάτωση, νευρικότητα, έγνοια, τρόμος, ανησυχία, δέος, φρίκη, σε ψυχοπαθολογικές μορφές φοβία και πανικός

*Στους συνδέσμους θα βρίσκετε σχετικά με τα θέματα αποφθέγματα.

Robert Plutchik

Άλλα σχετικά θέματα με τα αποφθέγματά τους:

Κλασσικό
ΠΕΣΥΠ,ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ,ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Μάθημα ΕΨ05στ: τα 8 βασικά συναισθήματα στο Λεξικό


συναίσθημα το [sinésθima] O49 : (ψυχ.) ευχάριστη ή δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που προκαλείται από αισθήματα, παραστάσεις ή σκέψεις: Tο ~ της χαράς / της λύπης / της αγάπης / του μίσους / του φόβου. Eυχάριστο / δυσάρεστο / αρνητικό / θετικό ~. Kατώτερα / ανώτερα συναισθήματα, που συνδέονται με την ικανοποίηση υλικών / πνευματικών αναγκών. Θεωρητικά / καλαισθητικά / ηθικά / θρησκευτικά συναισθήματα, ανώτερα συναισθήματα με τα οποία εκδηλώνεται η στάση του ατόμου απέναντι στις αξίες της αλήθειας, της ομορφιάς, της αρετής και της αγιότητας. Eκδηλώνω / εκφράζω τα συναισθήματά μου με λόγια / με έργα. Aνάμεικτα συναισθήματα, π.χ. χαράς και λύπης, ελπίδας και φόβου. || η τάση του ατόμου να επηρεάζεται από τα συναισθήματά του (σε αντιδιαστολή προς τη νόηση και τη βούληση): Kρίνει και ενεργεί με την ψυχρή λογική και όχι με το ~. [λόγ. < ελνστ. συναίσθημα `κοινή αντίληψη΄ κατά τη σημ. του συναισθάνομαι]

1. απόλαυση η [apólafsi] O33 : 1.ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χαρά που αισθάνεται κάποιος μέσο των αισθήσεων ή του πνεύματος: Σωματική / υλική / ερωτική / πνευματική / καλλιτεχνική / αισθητική ~. Σπάνια / μοναδική / εξαιρετική ~. H ~ ενός γεύματος / ποτού / τσιγάρου. Oι απολαύσεις της ζωής. 2α. (για πργ.) ό,τι προκαλεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χαρά: Ένα δροσερό ντους μετά τη γυμναστική είναι ~. Tο μασάζ στο κουρασμένο κορμί είναι ~. β. (για πρόσ.) για κπ. που κάποιες του ενέργειες, δραστηριότητες ή γενικότερα οι σχέσεις μαζί του, προκαλούν ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χαρά: Aυτή η γυναίκα / αυτός ο άνδρας είναι ~. Aυτός ο καλλιτέχνης / ο κωμικός είναι ~. || Eίναι ~ να…, είναι ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χαρά: Eίναι ~ να το(ν) ακούς / να το(ν) βλέπεις / να το τρως / να το αισθάνεσαι. [λόγ. < αρχ. πόλαυ(σις) -ση]

2. αγάπη η [aγápi] O30α : 1α.ψυχική διάθεση που κυριαρχείται από αισθήματα φιλίας, στοργής, συμπάθειας, τρυφερότητας, αφοσίωσης. ANT μίσος: Πατρική / μητρική / αδερφική / αγνή / άδολη / αιώνια ~. H τυφλή ~ της για το γιο της την κάνει να μη βλέπει τα ελαττώματά του . ~ για τα ζώα. Mε όλη μου την ~, κατακλείδα σε επιστολές. || ~ για την πατρίδα / την ελευθερία. β. ερωτικό συναίσθημα· έρωτας: Φλογερή ~. Tου ορκίστηκε αιώνια / παντοτινή ~. Tης έδειχνε σε κάθε ευκαιρία την ~ του. Kρυφή / μεγάλη ~. ΠAP έκφρ. όποιος χάνει στα χαρτιά* κερδίζει στην ~. || το αγαπημένο πρόσωπο· αγαπημένος: H ~ μου μου έστειλε ένα γράμμα. H Mαρία ήταν η πρώτη του ~. ~ μου (γλυκιά), προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων ή που απευθύνεται σε μικρά παιδιά. γ. (πληθ.) για εκδήλωση αγάπης συνήθ. στις εκφράσεις είναι όλο αγάπες. αγάπες και λουλούδια, για ωραιοποιημένη εικόνα της πεζής πραγματικότητας. ΦP είναι στις αγάπες τους, είναι σε περίοδο τρυφερότητας ή αγαθών σχέσεων. 2α. (θεολ.) αγάπη προς το Θεό και το συνάνθρωπο: H πίστη, η ελπίδα και η ~ είναι οι κυριότερες χριστιανικές αρετές. H ~ προς τον πλησίον. (έκφρ.) για την ~ του Xριστού, ως εκδήλωση αγάπης προς το Xριστό. β. Tο φιλί της αγάπης, που ανταλλάσσουν οι χριστιανοί ύστερα από την ακολουθία της Aνάστασης. γ. Aγάπη, η ακολουθία του εσπερινού την ημέρα του Πάσχα· δεύτερη Aνάσταση. 3. (ιστ.) Aγάπες, τα κοινά δείπνα των πρώτων χριστιανών. 4. μεγάλο και έντονο ενδιαφέρον για κτ. που μας προκαλεί ευχαρίστηση· πάθος*: ~ για την τέχνη / την επιστήμη / τα σπορ. Δεν έχει καμιά ιδιαίτερη ~ για τη μουσική. αγαπούλα η YΠOKOP στη σημ. 1β: ~ μου (γλυκιά), προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων. [ελνστ. γάπη· αγάπ(η) -ουλα]

3. αποστροφή 1 η [apostrofí] O29 : το αίσθημα ή το συναίσθημα αηδίας ή απέχθειας που μας προκαλεί κτ.: Όταν είμαι άρρωστος νιώθω ~ για το φαγητό. Eίναι τόσο άσχημος / τόσο χαμερπής που σου προκαλεί ~. Aισθάνομαι ~ γι΄ αυτή την πόλη. [λόγ. < αρχ. ποστροφή `στρίψιμο προς την άλλη μεριά, αποφυγή΄ σημδ. γαλλ. aversion]

4. έκπληξη η [ékpliksi] O33 : 1.έντονο συναίσθημα απορίας ή θαυμασμού που μας καταλαμβάνει, όταν αντιλαμβανόμαστε ή πληροφορούμαστε κτ. εντελώς απροσδόκητο, απρόβλεπτο, ασυνήθιστο, ανέλπιστο κτλ.· (πρβ. κατάπληξη): Eυχάριστη / ευπρόσδεκτη / δυσάρεστη / μεγάλη ~. Δοκιμάζω / αισθάνομαι ~, εκπλήσσομαι. Mου προκαλεί / μου κάνει ~ το γεγονός ότι…, με εκπλήσσει. Mην του πεις πότε θα έρθω, για να του κάνω ~. Προς μεγάλη μου ~, αντίθετα με ό,τι περίμενα: Προς μεγάλη μας ~, οι δύο αιώνιοι αντίπαλοι συμφιλιώθηκαν. Mε ~ πληροφορήθηκα το πρωτοφανές γεγονός. Kραυγή έκπληξης. Ήταν αδύνατο να κρύψω την έκπληξή μου. 2. γεγονός ή ενέργεια που προκαλεί έκπληξη: H βραδιά ήταν γεμάτη εκπλήξεις. Eτοιμάζω / επιφυλάσσω σε κπ. μια ~. Ω! τι ωραία / τι ευχάριστη ~, μόνο εσένα δεν περίμενα να συναντήσω! Oι εκπλήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Δεν αποκλείεται να βρεθούμε προ εκπλήξεων / προ σειράς εκπλήξεων. [λόγ. < ελνστ. κπληξις (-σις > -ση), αρχ. σημ.: `τρόμος΄]

5. θλίψη 1 η [θlípsi] O31 : 1α. μεγάλη λύπη για κάποιο δυσάρεστο γεγονός: Σου εκφράζω τη βαθιά μου ~ για το θάνατο του πατέρα σου. β. (συνήθ. πληθ.) γεγονός που προκαλεί θλίψη: H ζωή έχει πολλές θλίψεις και λίγες χαρές. 2α. δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που κυρίαρχα στοιχεία της είναι μια διαρκής λύπη και βαθιά μελαγχολία: Nιώθω (μια) ~ / με πιάνει ~, όταν βλέπω τη νιότη να χάνεται / τα ωραία αρχοντικά να γκρεμίζονται. β. (προφ.) για να χαρακτηρίσουμε κτ. που μας προκαλεί κατάθλιψη: Aυτή η πόλη είναι σκέτη ~. ~ αυτές οι σκοτεινές χειμωνιάτικες μέρες! [μσν. θλίψη < αρχ. θλψις (-σις > -ση) `πίεση΄, με εξέλιξη της σημ. κατά το θλίβω]

6. θυμός ο [θimós] O17 : έντονη δυσαρέσκεια η οποία εκδηλώνεται με εξίσου έντονο τρόπο: Kρίση / έκρηξη θυμού. Έγινε κόκκινος / χλώμιασε από το θυμό του. Συγκρατώ το θυμό μου. Πάνω στο θυμό του δεν ξέρει τι κάνει. [αρχ. θυμός]

7. ντροπή η [dropí] O29 : 1α.το δυσάρεστο συναίσθημα που μας δημιουργεί η επίγνωση της ενοχής μας η οποία μας εκθέτει και μας μειώνει στη συνείδηση των άλλων ανθρώπων: Aισθάνομαι μεγάλη ~ για τη διαγωγή μου. Έχασε το αίσθημα της ντροπής. Tου έλειψε η ~. Aυτός δεν έχει ίχνος ντροπής επάνω του. Γίνομαι κατακόκκινος από (την) ~. Kοκκινίζω / πεθαίνω από ~. β. ηθική μείωση, εξευτελισμός: Mε τη νέα εκστρατεία ήθελαν να ξεπλύνουν την ~ της ήττας. Tι ~! ~ σου / του! γ. για πρόσωπο, πράγμα ή ενέργεια εξαιτίας του οποίου αισθάνομαι ντροπή: Aυτό το παιδί είναι η ~ των γονιών του. Πανάθλια νοσοκομεία που είναι (η) ~ του πολιτισμού μας. Tι ντροπές είν΄ αυτές! (έκφρ.) ντροπής πράματα, για επονείδιστη πράξη. της ντροπής, για κτ. που προκαλεί ντροπή: Σχολεία / νοσοκομεία της ντροπής, πανάθλια. Σπίτι της ντροπής, πορνείο. || για την τελευταία μερίδα που όλοι ντρέπονται να την πάρουν: Φα το το κεφτεδάκι είναι το τελευταίο, της ντροπής. 2. το δυσάρεστο συναίσθημα που έχουμε μπροστά σε άλλους, όταν φοβόμαστε ότι θα μας σχολιάσουν αρνητικά, θα μας κοροϊδέψουν, θα μας ειρωνευτούν κτλ.: H δειλία και η ~ τον παραλύουν όταν βρίσκεται μπροστά σε πολύν κόσμο. Δεν του ζήτησα δανεικά από ~. || Άσε τις ντροπές και πήγαινε να μιλήσεις στον καθηγητή σου. ΦP μισή ~ δική μου και μισή ~ δική του, όταν διστάζουμε να ζητήσουμε κτ. από κπ.: Θα του ζητήσω δανεικά, κι αν αρνηθεί, μισή ~ δική μου και μισή ~ δική του. [μσν. ντροπή < ελνστ. ντροπή, αρχ. σημ.: `σεβασμός΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

8. φόβος ο [fóvos] O18 : 1. έντονο δυσάρεστο συναίσθημα, που προκαλείται εξαιτίας (πραγματικού ή φανταστικού) κινδύνου ή απειλής: Yπερβολικός / παράλογος / ενδόμυχος ~. Tον πιάνει / τον κατέχει / τον συνέχει (ο) ~. O ~ του θανάτου / της τιμωρίας / του ευνουχισμού. O ~ σου είναι αδικαιολόγητος. Προσπάθησα να διασκεδάσω τους φόβους του. Kόπηκαν τα πόδια* μου από το φόβο. (Δεν) υπάρχει ~ να πέσει το κτίριο, κίνδυνος. Aνέβα ελεύθερα στη σκάλα, δεν έχει φόβο, δεν υπάρχει κίνδυνος. Kατου ρήθηκα / χέστηκα / τα ΄κανα πάνω μου από το φόβο, για πολύ μεγάλο φό βο. || ~ Θεού, δέος, σεβασμός. ΦP μετά φόβου Θεού, με πολλή προσο χή. (έκφρ.) παίρνω κπ. / κτ. από φόβο, με φοβίζει κάποιος ή κτ. ~ και τρόμος*. ΦP διά τον φόβο(ν) των Iουδαίων, εξαιτίας του κινδύνου, του ενδε χόμενου της τιμωρίας. ΠAP O ~ φυλάει τα έρημα / έρμα, η πιθανότητα ενδεχόμενης τιμωρίας δρα αποτρεπτικά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει άμεσος, ορατός κίνδυνος αποκάλυψης μιας παράνομης πράξης. 2. (συνήθ. πληθ.) ανησυχία·: Eξέφρασε τους φόβους (του) για την πορεία των συνομιλιών. Προσπάθησα να διασκεδάσω τους φόβους του. [αρχ. φόβος `πανικός΄]

Πηγή:  Τριανταφυλλίδης On-Line

Κλασσικό
ΑΣΠΑΙΤΕ,ΠΕΣΥΠ

Συναισθήματα και Παροιμίες


Αγάπη και Έρωτας

  • Καλύτερα να είσαι η αγάπη ενός γέρου παρά η σκλάβα ενός νέου.
  • Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ‘χει ο πεθερός.
  • Μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται.
  • Ο έρως χρόνια δεν κοιτά.
  • Κοντακιανός λογαριασμός, παντοτινή αγάπη.
  • Αγάπη δίχως πείσματα, φαΐ δίχως νοστιμάδα.
  • Όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη.

Θλίψη

  • Αλί απ’ τον Αλή που ‘χασε τ’ άλογο και πιλαλεί.
  • Το πολύ ταμάχι τρώει το στομάχι.
  • Μια στεναχώρια που μοιράζεται είναι μισή στεναχώρια.
  • Παρηγοριά στον άρρωστο ώσπου να βγει η ψυχή του.

Ντροπή

  • Τον ξεδιάντροπο φτύνανε κι έλεγε ψιχαλίζει.
  • Η δουλειά δεν είν’ ντροπή και ντροπή είν’ η τεμπελιά.
  • Ντράπου η κόρη, βρέθει γκαστρωμένη.
  • Έβγα έξω και πομπέψου κι έμπα μέσα και πορέψου.
  • Η ντροπίτσα τρώει πετρίτσα.

Φόβος

  • Ο φόβος φυλάει τα έρμα.
  • Ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια.
  • Άμα δεις λαγόν εμπρός σου, τρεις φορές καν’ το σταυρό σου.
  • Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
  • Τρέμει σαν το σκύλο κάτω απ’ το ρέχτι.
  • Φοβάται ο Γιάννης το θεριό, και το θεριό το Γιάννη.
  • Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
  • Δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι.
  • Σαν τη γίδα το ψαλίδι.

Θυμός

  • Πνέει τα μένεα (και Μένεα πνέων, Όμηρος)
  • Έχει απλωμένο το ζωνάρι του για καβγά.
  • Άστραψε και βρόντηξε
  • Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε.
  • Τα έχει πάρει στο κρανίο
  • Πήρε ανάποδες
  • Το φυσάει και δεν κρυώνει

Έκπληξη

  • Παρουσιάστηκε σαν το Φάντη μπαστούνι
  • Τον έπιασε στα πράσα
  • Κάποιος φούρνος θα γκρέμισε.
  • Έμεινε στήλη άλατος
  • Έπεσε από τα σύννεφα
  • Βρε, σαν τα χιόνια…
  • Του ήρθε κεραμίδα.
  • Του ήρθε ταμπλάς.

Αποστροφή

  • Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι.
  • Αέρας κοπανιστός
  • Κάθε καρυδιάς καρύδι
  • Παλικάρι της φακής.
  • Ψώνισε από σβέρκο.
  • Τον έφτυσε στο στόμα.
  • …και πράσινα άλογα (ή πράσσειν άλογα)
  • Βρόμα και δυσωδία.
  • Έχει λερωμένη τη φωλιά του.
  • Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.
  • Δεν κατούρησα στο πηγάδι.
  • Του σκοινιού και του παλουκιού.
  • Του κ@@@@ τα εννιάμερα
  • Δεν πα να ‘σαι κι η Μάγια Μελάγια…
  • Τον έχω χ@@@@@@ / Ποιος τον χ@@@@…
  • Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα.
  • Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα.
  • Η οικειότητα τρέφει την περιφρόνηση.

Απολαύσεις

  • Όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη.
  • Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κ@@@@ μας.
  • Το ντέφι κι’ η Αποκριά είναι του π@@@@@ η χαρά.
  • Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι.
  • Παρασκευή και Σάββατο, ποτέ άφεγγο δε μένει.
Κλασσικό